- μαρμαρόστρωτος
- -η, -οστρωμένος με μάρμαρο: Μαρμαρόστρωτος διάδρομος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαρμαρόστρωτος — η, ο επιστρωμένος με μάρμαρο, αυτός που έχει μαρμάρινο δάπεδο ή μαρμάρινη επίστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαροστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Α. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek